ἀγριότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀγριοτητ-
ονομαστική ἀγριότης αἱ ἀγριότητες
      γενική τῆς ἀγριότητος τῶν ἀγριοτήτων
      δοτική τῇ ἀγριότητ ταῖς ἀγριότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀγριότητ τὰς ἀγριότητᾰς
     κλητική ! ἀγριότης ἀγριότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγριότητε
γεν-δοτ τοῖν  ἀγριοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀγριότης < ἄγριο(ς) + -της

Ουσιαστικό

ἀγριότης θηλυκό

  1. (για τα ζώα) η αγριότητα
     αντώνυμα: ἡμερότης
  2. η σκληρότητα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.