-δικία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -δικία οι -δικίες
      γενική της -δικίας των -δικιών
    αιτιατική τη(ν) -δικία τις -δικίες
     κλητική -δικία -δικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-δικία < δίκη + -ία

Επίθημα

-δικία

  1. δεύτερο συνθετικό λέξεων που έχουν σχέση με τη δικαιοσύνη και/ή τη δίκη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.