φυγοδικία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φυγοδικία | οι | φυγοδικίες |
| γενική | της | φυγοδικίας | των | φυγοδικιών |
| αιτιατική | τη | φυγοδικία | τις | φυγοδικίες |
| κλητική | φυγοδικία | φυγοδικίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φυγοδικία θηλυκό
- η εσκεμμένη απουσία ενός κατηγορουμένου από το δικαστήριο την ημέρα της διεξαγωγής της δίκης του και το αδίκημα που διαπράττει με αυτή του την απουσία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φυγόδικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.