-αράς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -αράς η -αρού το -αράδικο
& -αρούδικο
      γενική του -αρά της -αρούς του -αράδικου
& -αρούδικου
    αιτιατική τον -αρά τη(ν) -αρού το -αράδικο
& -αρούδικο
     κλητική -αρά -αρού -αράδικο
& -αρούδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -αράδες οι -αρούδες τα -αράδικα
& -αρούδικα
      γενική των -αράδων των -αρούδων των -αράδικων
& -αρούδικων
    αιτιατική τους -αράδες τις -αρούδες τα -αράδικα
& -αρούδικα
     κλητική -αράδες -αρούδες -αράδικα
& -αρούδικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα '-άς', Κατηγορία όπως «γλωσσάς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-αράς < υποκοριστικό -άρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -άς [1]

Επίθημα

-αράς αρσενικό (θηλυκό -αρού, ουδέτερο -αράδικο & -αρούδικο)

  • -αρος (μεγεθυντικό επίθημα)
  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -αράς στο Βικιλεξικό

Εξαιρέσεις

Χωρίς μεγεθυντικό πρόθημα, με διαφορετική ετυμολογία:

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.