-αράς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -αράς | η | -αρού | το | -αράδικο & -αρούδικο |
| γενική | του | -αρά | της | -αρούς | του | -αράδικου & -αρούδικου |
| αιτιατική | τον | -αρά | τη(ν) | -αρού | το | -αράδικο & -αρούδικο |
| κλητική | -αρά | -αρού | -αράδικο & -αρούδικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -αράδες | οι | -αρούδες | τα | -αράδικα & -αρούδικα |
| γενική | των | -αράδων | των | -αρούδων | των | -αράδικων & -αρούδικων |
| αιτιατική | τους | -αράδες | τις | -αρούδες | τα | -αράδικα & -αρούδικα |
| κλητική | -αράδες | -αρούδες | -αράδικα & -αρούδικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| ομάδα '-άς', Κατηγορία όπως «γλωσσάς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -αράς < υποκοριστικό -άρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -άς [1]
Επίθημα
-αράς αρσενικό (θηλυκό -αρού, ουδέτερο -αράδικο & -αρούδικο)
- -αρος (μεγεθυντικό επίθημα)
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -αράς στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
-αράς
|
|
Αναφορές
- -αράς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.