-αρού
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Επίθημα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -αρού | οι | -αρούδες |
| γενική | της | -αρούς | των | -αρούδων |
| αιτιατική | τη(ν) | -αρού | τις | -αρούδες |
| κλητική | -αρού | -αρούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-αρού θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθήματος
-αρού
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -αρού στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -αρού - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- Επίθετο ή ουσιαστικό; Δείτε τις σημειώσεις στο Παράρτημα:Επίθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.