νταγλαράς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νταγλαράς | οι | νταγλαράδες |
| γενική | του | νταγλαρά | των | νταγλαράδων |
| αιτιατική | τον | νταγλαρά | τους | νταγλαράδες |
| κλητική | νταγλαρά | νταγλαράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
νταγλαράς αρσενικό (& νταγκλαράς)
- ψηλός, μεγαλόσωμος και άχαρος
- ※ Πρώτος και καλύτερος κείνος ο Μαλλής, ένας νταγλαράς διπλός σαν και μένα, χεροδύναμος σα χαμάλης, με κόκκινα όρθια μαλλιά. (Στράτης Μυριβήλης Μια μαχαιριά [διήγημα])
Συνώνυμα
Αναφορές
- Γ. Ανδριώτης, Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελλληνικής
- νταγλαράς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.