-ήδικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ήδικος η -ήδικη
& -ήδικια
το -ήδικο
      γενική του -ήδικου της -ήδικης
& -ήδικιας
του -ήδικου
    αιτιατική τον -ήδικο τη(ν) -ήδικη
& -ήδικια
το -ήδικο
     κλητική -ήδικε -ήδικη
& -ήδικια
-ήδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ήδικοι οι -ήδικες τα -ήδικα
      γενική των -ήδικων των -ήδικων των -ήδικων
    αιτιατική τους -ήδικους τις -ήδικες τα -ήδικα
     κλητική -ήδικοι -ήδικες -ήδικα
Κατηγορία όπως «ζόρικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-ήδικος < ουσιαστικά που το θέμα τους λήγει σε -ηδ- (+ -ες στον πληθυντικό) + -ικος  δείτε την απολοποιημένη γραφή -ίδικος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ði.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δικος

Επίθημα

-ήδικος, -ήδικη(/-ήδικια), -ήδικο

Συγγενικά

Πηγές

  • «-ήδικο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  • σχετικά με το -ίδικο: Παπαναστασίου, Γιώργος. Νεοελληνική ορθογραφία, ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2008 (1η έκδοση) ΙSBN 9789602311318, κεφάλαιο 8.3. Παραγωγικά επιθήματα και δεύτερα συνθετικά, σελ.301.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.