-έζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -έζα οι -έζες
      γενική της -έζας των (-εζών)
    αιτιατική τη(ν) -έζα τις -έζες
     κλητική -έζα -έζες
Δείτε τη διαφορά της γενικής πληθυντικού με το αρσενικό -έζος.
Πολλές φορές η δύσχρηστη γενική πληθυντικού του θηλυκού λείπει τελείως.
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

-έζα < -έζ(ος) + κατάληξη θηλυκού [1]
Επίσης δείτε: γαλλική -aise (κατάληξη θηλυκών)  + κατάληξη θηλυκού

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.za/

Επίθημα

-έζα θηλυκό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -έζα στο Βικιλεξικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.