-έζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -έζα | οι | -έζες |
| γενική | της | -έζας | των | (-εζών) |
| αιτιατική | τη(ν) | -έζα | τις | -έζες |
| κλητική | -έζα | -έζες | ||
| Δείτε τη διαφορά της γενικής πληθυντικού με το αρσενικό -έζος. Πολλές φορές η δύσχρηστη γενική πληθυντικού του θηλυκού λείπει τελείως. | ||||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία el
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.za/
Επίθημα
-έζα θηλυκό
- θηλυκό του -έζος για θηλυκά εθνωνυμικά και πατριδωνυμικά από το όνομα χώρας ή πόλης
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -έζα στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- -έζος, -έζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.