ανισοσύλλαβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανισοσύλλαβος | η | ανισοσύλλαβη | το | ανισοσύλλαβο |
| γενική | του | ανισοσύλλαβου | της | ανισοσύλλαβης | του | ανισοσύλλαβου |
| αιτιατική | τον | ανισοσύλλαβο | την | ανισοσύλλαβη | το | ανισοσύλλαβο |
| κλητική | ανισοσύλλαβε | ανισοσύλλαβη | ανισοσύλλαβο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανισοσύλλαβοι | οι | ανισοσύλλαβες | τα | ανισοσύλλαβα |
| γενική | των | ανισοσύλλαβων | των | ανισοσύλλαβων | των | ανισοσύλλαβων |
| αιτιατική | τους | ανισοσύλλαβους | τις | ανισοσύλλαβες | τα | ανισοσύλλαβα |
| κλητική | ανισοσύλλαβοι | ανισοσύλλαβες | ανισοσύλλαβα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ανισοσύλλαβος
- το φαινόμενο των ανισοσύλλαβων λέξεων, δηλαδή «το πράγμα» αλλά «του πράγματος», μπορεί να δυσκολεύει τον ξενόγλωσσο μαθητή της νεοελληνικής
Μεταφράσεις
ανισοσύλλαβος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.