ῥόπαλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ῥοπᾰλο- | |||||
| ονομαστική | τὸ | ῥόπαλον | τὰ | ῥόπαλᾰ | |
| γενική | τοῦ | ῥοπάλου | τῶν | ῥοπάλων | |
| δοτική | τῷ | ῥοπάλῳ | τοῖς | ῥοπάλοις | |
| αιτιατική | τὸ | ῥόπαλον | τὰ | ῥόπαλᾰ | |
| κλητική ὦ! | ῥόπαλον | ῥόπαλᾰ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥοπάλω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥοπάλοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ῥόπᾰλον < ῥέπω
Ουσιαστικό
ῥόπᾰλον ουδέτερο
- το ρόπαλο για να χτυπάει κάποιος κάτι (π.χ. του Ηρακλή)
- το ραβδί για να στηρίζεται κάποιος, το μπαστούνι
- το πολεμικό όπλο (επικαλυμμένο με χαλκό ή σίδηρο)
- (μεταφορικά) εκείνο ή εκείνος που λειτουργεί τιμωρητικά
- Πειθόλαος τὴν Πάραλον ῥόπαλον τοῦ δήμου ἐκάλει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.