ὠλένη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὠλένη αἱ ὠλέναι
      γενική τῆς ὠλένης τῶν ὠλενῶν
      δοτική τῇ ὠλέν ταῖς ὠλέναις
    αιτιατική τὴν ὠλένην τὰς ὠλένᾱς
     κλητική ! ὠλένη ὠλέναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠλέν
γεν-δοτ τοῖν  ὠλέναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὠλένη < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ωλένη

Ουσιαστικό

ὠλένη θηλυκό

  1. (ανατομία) το χέρι από τον αγκώνα και κάτω
  2. (ανατομία) (γενικότερα) χέρι
      5ος αιώνας πκε, Ευριπίδης, Μήδεια, 901-902
    ἆρ᾽, ὦ τέκν᾽, οὕτω καὶ πολὺν ζῶντες χρόνον | φίλην ὀρέξετ᾽ ὠλένην;
    Θα ζήσετε άραγε τόσο, παιδιά μου, | ώστε ν᾽ απλώσετε ξανά όπως τώρα το αγαπημένο χέρι;
    Μετάφραση (2012): Θ.Κ.Στεφανόπουλος @greeklanguage.gr
  3. στρώμα, ψάθα
  4. δεμάτι, σωρός πραγμάτων αρκετών να χωρέσουν σε μία αγκαλιά

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
ὠλεν- 
  • ἀκρωλένιον
  • ἀμφωλένιον
  • γλαυκώλενος
  • διωλένιος
  • ἐπωλένιος
  • εὐώλενος
  • λευκώλενος
  • παρωλένιος
  • ὑδατώλενος
  • ὑπωλένιος
  • ὠλεκρανίζω
  • ὠλέκρανον
  • Ὠλενίη
  • Ὠλενίη πέτρη
  • ὠλένιος
  • Ὠλένιος
  • ὠλενίς
  • ὠλενίτης
  • Ὤλενος
  • ὠλενοστρόφος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.