εξύψωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξύψωση οι εξυψώσεις
      γενική της εξύψωσης* των εξυψώσεων
    αιτιατική την εξύψωση τις εξυψώσεις
     κλητική εξύψωση εξυψώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξυψώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξύψωση < εξυψώνω + -ση < ελληνιστική κοινή ἐξυψόω

Ουσιαστικό

εξύψωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.