ὑπόδειγμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὑπόδειγμᾰ τὰ ὑποδείγμᾰτ
      γενική τοῦ ὑποδείγμᾰτος τῶν ὑποδειγμᾰ́των
      δοτική τῷ ὑποδείγμᾰτ τοῖς ὑποδείγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ὑπόδειγμᾰ τὰ ὑποδείγμᾰτ
     κλητική ! ὑπόδειγμᾰ ὑποδείγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑποδείγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ὑποδειγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὑπόδειγμα < ὑποδείκνυμι ὑπό-δειγ- + -μα < δείκνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deyḱ-

Ουσιαστικό

ὑπόδειγμα

  1. υπόδειγμα, δείγμα, ένδειξη
  2. τύπος, καλούπι
  3. (ελληνιστική σημασία) πρότυπο, μοντέλο
  4. αντίγραφο
  5. μεταφορά, παρομοίωση, εικόνα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.