Ὑάκινθος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ῠᾰκινθο-
ονομαστική Ὑάκινθος
      γενική τοῦ Ὑακίνθου
      δοτική τῷ Ὑακίνθ
    αιτιατική τὸν Ὑάκινθον
     κλητική ! Ὑάκινθε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ὑάκινθος < ὑάκινθος

Κύριο όνομα

Ὑάκινθος αρσενικό

Συγγενικά

  • Ὑακίνθια
  • Ὑακινθοτρόφια

 και δείτε τη λέξη ὑάκινθος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.