Ὑάκινθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ῠᾰκινθο- | ||||
| ονομαστική | ὁ | Ὑάκινθος | ||
| γενική | τοῦ | Ὑακίνθου | ||
| δοτική | τῷ | Ὑακίνθῳ | ||
| αιτιατική | τὸν | Ὑάκινθον | ||
| κλητική ὦ! | Ὑάκινθε | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ὑάκινθος < ὑάκινθος
Κύριο όνομα
Ὑάκινθος αρσενικό
Πηγές
- Ὑάκινθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ὑάκινθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
δείτε και το λήμμα ὑάκινθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.