ὄρνυμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ὄρνυμι και ὀρνύω
- ενθαρρύνω, παροτρύνω, παρακινώ, διεγείρω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 794
- τότε δὲ Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι.
- τώρ᾽ αυτούς στην μάχην σπρώχν᾽ ο Δίας.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τότε δὲ Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 367 (στίχοι 366-367)
- Ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἐδύσετο τεύχεα καλά, | ὦρσε δὲ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην,
- Έτσι μιλώντας, πέρασε στους ώμους τη λαμπρή του αρματωσιά, | ξεσήκωσε και τον Τηλέμαχο, με τον χοιροβοσκό μαζί και τον βουκόλο,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἐδύσετο τεύχεα καλά, | ὦρσε δὲ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην,
- ≈ συνώνυμα: ὀροθύνω, ὀρίνω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 794
- (για πουλί) αφήνω ελεύθερο
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 523 (523-525)
- καί οἱ ἐπ᾽ αἰετὸν ὦρσε τανύπτερον· αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἧπαρ | ἤσθιεν ἀθάνατον, τὸ δ᾽ ἀέξετο ἶσον ἁπάντῃ | νυκτός, ὅσον πρόπαν ἦμαρ ἔδοι τανυσίπτερος ὄρνις.
- και μακροφτέρουγο σήκωσε εναντίον του αετό. Κι αυτός | του ᾽τρωγε το αθάνατο συκώτι, μα εκείνο τη νύχτα αύξαινε | από παντού το ίδιο, όσο τη μέρα ολόκληρη του ᾽τρωγε το μακροφτέρουγο πουλί.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καί οἱ ἐπ᾽ αἰετὸν ὦρσε τανύπτερον· αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἧπαρ | ἤσθιεν ἀθάνατον, τὸ δ᾽ ἀέξετο ἶσον ἁπάντῃ | νυκτός, ὅσον πρόπαν ἦμαρ ἔδοι τανυσίπτερος ὄρνις.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 523 (523-525)
- σηκώνω, κάνω κάποιον να σηκωθεί, ξυπνώ κάποιον
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 518 (στίχοι 518-519)
- ὦρσεν δὲ Θρῃκῶν βουληφόρον Ἱπποκόωντα, | Ῥήσου ἀνεψιὸν ἐσθλόν·
- κι εσήκωσε απ᾽ τον ύπνον των Θρακών έναν αρχηγόν, | εξάδελφον του Ρήσου, τον μέγαν Ιπποκόωντα.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὦρσεν δὲ Θρῃκῶν βουληφόρον Ἱπποκόωντα, | Ῥήσου ἀνεψιὸν ἐσθλόν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 518 (στίχοι 518-519)
- (για ζώα) τρέπω σε φυγή, κυνηγώ
- επιφέρω, εξεγείρω
- (στη μέση φωνή):
- κινούμαι
- (με εχθρική έννοια) εφορμώ, ορμώ με μανία
- σηκώνομαι, αναπηδώ (ιδιαίτερα από το κρεβάτι)
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 568 (568-569)
- τὸν δὲ μέτ᾽ ὀρθογόη Πανδιονὶς ὦρτο χελιδὼν | ἐς φάος ἀνθρώποις, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο·
- Μετά απ᾽ αυτόν η χελιδόνα, η κόρη του Πανδίονα, που ορθρινά θρηνεί, | σηκώνεται στο φως για τους ανθρώπους, μόλις αρχίζει η άνοιξη.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τὸν δὲ μέτ᾽ ὀρθογόη Πανδιονὶς ὦρτο χελιδὼν | ἐς φάος ἀνθρώποις, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 568 (568-569)
- ανατέλλω, εγείρομαι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 135
- δεινὴ δὲ φλὸξ ὦρτο θεείου καιομένοιο,
- και από το θειάφι όπ᾽ άναβε δεινή σηκώθη φλόγα·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- δεινὴ δὲ φλὸξ ὦρτο θεείου καιομένοιο,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 135
- (+ απαρέμφατο) σηκώνομαι να κάνω κάτι, ξεκινάω να κάνω κάτι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 14
- Καὶ τότ᾽ Ὀδυσσεὺς ὦρτο πόλινδ᾽ ἴμεν·
- Στο μεταξύ κι ο Οδυσσέας κίνησε να πάει στην πόλη·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Καὶ τότ᾽ Ὀδυσσεὺς ὦρτο πόλινδ᾽ ἴμεν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 14
Σύνθετα
- ἀνόρνυμι
- ἀπόρνυμι
- διόρνυμι
- ἐνόρνυμι
- ἐπόρνυμι
- παρόρνυμι
- ὑπόρνυμι
Αντώνυμα
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Ρηματικοί τύποι:
- ιωνικός τύπος : αόρ. γ' ενικ. ὄρσασκε
- ιωνικός τύπος : προστακτική αορ. μέση φωνή β' ενικ. ὄρσευ
- επικός τύπος : αόρ. μέση φωνή γ' πληθ. ὄροντο, ὀρέοντο
Πηγές
- ὄρνυμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄρνυμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.