σηκώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σηκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος σηκώνω

Ρήμα

σηκώνομαι, πρτ.: σηκωνόμουν, στ.μέλλ.: θα σηκωθώ, αόρ.: σηκώθηκα, μτχ.π.π.: σηκωμένος

  1. παύω να βρίσκομαι στην οριζόντια ή καθιστή στάση ώστε να σταθώ όρθιος
     συνώνυμα: εγείρομαι
  2. (για μαθητή του σχολείου) πηγαίνω από το θρανίο μου στην έδρα ή στον πίνακα για να εξεταστώ στο μάθημα

Εκφράσεις

  • (χυδαίο) μου σηκώνεται: έχω στύση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.