κάτομβρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κάτομβρος | τὸ | κάτομβρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | κατόμβρου | τοῦ | κατόμβρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | κατόμβρῳ | τῷ | κατόμβρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κάτομβρον | τὸ | κάτομβρον | ||
| κλητική ὦ! | κάτομβρε | κάτομβρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κάτομβροι | τὰ | κάτομβρᾰ | ||
| γενική | τῶν | κατόμβρων | τῶν | κατόμβρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | κατόμβροις | τοῖς | κατόμβροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | κατόμβρους | τὰ | κάτομβρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | κάτομβροι | κάτομβρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατόμβρω | τὼ | κατόμβρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κατόμβροιν | τοῖν | κατόμβροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κάτομβρος, -ος, -ον
- (μετεωρολογία) υγρός από τη βροχή, πολύ βρεγμένος, βροχερός
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ἀνέμων, 7 @scaife.perseus
- Νότος δὲ ὁμοίως παρὰ πᾶσι καλεῖται· τὸ δὲ ὄνομα διὰ τὸ νοσώδη εἶναι· ἔξω δὲ κάτομβρον, κατʼ ἀμφότερα δὲ νότον.
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, 3.12.1, @scaife.perseus
- Χρὴ δὲ καὶ τὴν ἐργασίαν ποιεῖσθαι πρὸς τὴν χώραν εὐθὺς ἀπ αὐτῶν τῶν γύρων ἀρξαμένους· οἷον ἐν τῇ ἐπόμβρῳ μήτε μεγάλους ὀρύττοντας μήτε βαθεῖς ὅπως μὴ πολὺ συνιστάμενον ἐκσήπῃ τὸ ὕδωρ· διὰ τοῦτο γὰρ ἐὰν σφόδρα κάτομβρος ᾖ τοῖς παττάλοις τοῖς σιδηροῖς φυτεύουσι.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ἀνέμων, 7 @scaife.perseus
- (μεταφορικά) (για τα μάτια) γεμάτος δάκρυα
- ※ 3ος πκε αιώνας Ασκληπιάδης ο Σάμιος, Επίγραμμα XΙΙ στην ⌘Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 5ο, επίγραμμα 145, εἰς στέφανον ἐκ ῥόδων πλακέντα ἕνεκεν κόρης τινός, στίχος 3.
- κάτομβρα γὰρ ὄμματ’ ἐρώντων
- γιατί γεμάτα δάκρυα είναι τα μάτια των ερωτευμένων
- Μετάφραση: Νάστος Ιωάννης, Τα επιγράμματα του Ασκληπιάδου του Σαμίου: εισαγωγή - κείμενο - μετάφραση - σχολία, διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2002, σελ. 65
- κάτομβρα γὰρ ὄμματ’ ἐρώντων
- ※ 3ος πκε αιώνας Ασκληπιάδης ο Σάμιος, Επίγραμμα XΙΙ στην ⌘Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 5ο, επίγραμμα 145, εἰς στέφανον ἐκ ῥόδων πλακέντα ἕνεκεν κόρης τινός, στίχος 3.
Πηγές
- κάτομβρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.