ὀφρῦς
| Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Ας γίνει έλεγχος από φιλόλογο, για τις προσωδίες (τον τονισμό) τύπο προς τύπο. Μέχρι στιγμής (2021) δέν έχουμε άλλο περισπώμενο στην κλίση ιχθύς.‑‑Sarri.greek ♫ | 16:47, 31 Δεκεμβρίου 2021 (UTC) |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ὀφρῠ- (σε τρισύλλαβα) ὀφρῡ- (σε δισύλλαβα) | |||||
| ονομαστική | ἡ | ὀφρῦς | αἱ | ὀφρύες & ὀφρῦες | |
| γενική | τῆς | ὀφρύος | τῶν | ὀφρύων | |
| δοτική | τῇ | ὀφρύῐ̈ | ταῖς | ὀφρύσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | ὀφρῦν & ὀφρύα |
τὰς | ὀφρῦς & ὀφρύας | |
| κλητική ὦ! | ὀφρῦ | ὀφρύες & ὀφρῦες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀφρύε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀφρύοιν | |||
| Το υ στις καταλήξεις είναι βραχύ ῠ- σε τρισύλλαβα και μακρό ῡ- σε δισύλλαβα. Δείτε και τη γραφή ὀφρύς. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἰχθύς' όπως «ἰχθύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ὀφρῦς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃bʰrúHs, *bʰruH. Συγγενή: भ्रू (bhrū), λιθουανική bruvis, τοχαρικά Β pärwāne, αγγλοσαξονική brū (> αγγλική brow).
Ουσιαστικό
ὀφρῦς θηλυκό
Πηγές
- ὀφρύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀφρύς, ὀφρῦς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.