ἱππάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἱππάρχης | οἱ | ἱππάρχαι |
| γενική | τοῦ | ἱππάρχου | τῶν | ἱππαρχῶν |
| δοτική | τῷ | ἱππάρχῃ | τοῖς | ἱππάρχαις |
| αιτιατική | τὸν | ἱππάρχην | τοὺς | ἱππάρχᾱς |
| κλητική ὦ! | ἱππάρχᾰ | ἱππάρχαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱππάρχᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱππάρχαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- δωρικός τύπος : ἱππάρχας
Πηγές
- ἱππάρχης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.