ἴσχω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἴσχω < τύπος του ἔχω (με -σχ-) λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ἴσχω

  1. κωλύω, εμποδίζω, αναχαιτίζω, περιορίζω
    1. σταματώ, διακόπτω
      ἴσχε στάσου! σταμάτα!
    2. απέχω, απομακρύνομαι από κάτι
    3. είμαι αγκυροβολημένος
  2. έχω στην κατοχή μου, διατηρώ, κρατώ, κατέχω, φυλάω σαν κτήμα μου
    1. έχω γυναίκα, σύζυγο
    2. εγκυμονώ, κυοφορώ

Σημειώσεις

Απαντά μόνο σε ενεστώτα, ενεργητικό παρατατικό ἴσχον και παθητικό παρατατικό γ' πρόσωπο ἴσχετο[1]

Αναφορές

  1. τύποι του ἴσχω στο ΜΟΡΦΩ, Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.