αναχαιτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναχαιτίζω < αρχαία ελληνική ἀναχαιτίζω < ἀνά + χαίτη
Ρήμα
αναχαιτίζω παθητική φωνή: αναχαιτίζομαι)
- αποκρούω μια επίθεση και αναγκάζω τον επιτιθέμενο να οπισθοχωρήσει
- (μεταφορικά) σταματάω μια ανοδική πορεία
Συγγενικά
- αναχαίτιση
- αναχαιτισμός
- → δείτε τις λέξεις ανά και χαίτη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναχαιτίζω | αναχαίτιζα | θα αναχαιτίζω | να αναχαιτίζω | αναχαιτίζοντας | |
| β' ενικ. | αναχαιτίζεις | αναχαίτιζες | θα αναχαιτίζεις | να αναχαιτίζεις | αναχαίτιζε | |
| γ' ενικ. | αναχαιτίζει | αναχαίτιζε | θα αναχαιτίζει | να αναχαιτίζει | ||
| α' πληθ. | αναχαιτίζουμε | αναχαιτίζαμε | θα αναχαιτίζουμε | να αναχαιτίζουμε | ||
| β' πληθ. | αναχαιτίζετε | αναχαιτίζατε | θα αναχαιτίζετε | να αναχαιτίζετε | αναχαιτίζετε | |
| γ' πληθ. | αναχαιτίζουν(ε) | αναχαίτιζαν αναχαιτίζαν(ε) |
θα αναχαιτίζουν(ε) | να αναχαιτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναχαίτισα | θα αναχαιτίσω | να αναχαιτίσω | αναχαιτίσει | ||
| β' ενικ. | αναχαίτισες | θα αναχαιτίσεις | να αναχαιτίσεις | αναχαίτισε | ||
| γ' ενικ. | αναχαίτισε | θα αναχαιτίσει | να αναχαιτίσει | |||
| α' πληθ. | αναχαιτίσαμε | θα αναχαιτίσουμε | να αναχαιτίσουμε | |||
| β' πληθ. | αναχαιτίσατε | θα αναχαιτίσετε | να αναχαιτίσετε | αναχαιτίστε | ||
| γ' πληθ. | αναχαίτισαν αναχαιτίσαν(ε) |
θα αναχαιτίσουν(ε) | να αναχαιτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναχαιτίσει | είχα αναχαιτίσει | θα έχω αναχαιτίσει | να έχω αναχαιτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναχαιτίσει | είχες αναχαιτίσει | θα έχεις αναχαιτίσει | να έχεις αναχαιτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναχαιτίσει | είχε αναχαιτίσει | θα έχει αναχαιτίσει | να έχει αναχαιτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναχαιτίσει | είχαμε αναχαιτίσει | θα έχουμε αναχαιτίσει | να έχουμε αναχαιτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναχαιτίσει | είχατε αναχαιτίσει | θα έχετε αναχαιτίσει | να έχετε αναχαιτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναχαιτίσει | είχαν αναχαιτίσει | θα έχουν αναχαιτίσει | να έχουν αναχαιτίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.