ἅλιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

ἅλιος αρσενικό (επίσης: επικός τύπος ἠέλιος, δωρικός τύπος, αιολικός τύπος και αρκαδικός τύπος: ἀέλιος, κρητικός τύπος: ἀβέλιος )

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.