μέθεξις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μέθεξῐς αἱ μεθέξεις
      γενική τῆς μεθέξεως τῶν μεθέξεων
      δοτική τῇ μεθέξει ταῖς μεθέξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μέθεξῐν τὰς μεθέξεις
     κλητική ! μέθεξῐ μεθέξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεθέξει
γεν-δοτ τοῖν  μεθεξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέθεξις < μετέχω < (μετά) + θέμα του δασυνώμενου μέλλοντα ἕξω του ρήματος ἔχω). Μορφολογικά, μέθ- + ἕξις

Ουσιαστικό

μέθεξις θηλυκό

  • η ψυχική συμμετοχή, η μέθεξη
  •   τὰ μὲν εἴδη ταῦτα ὥσπερ παραδείγματα ἑστάναι ἐν τῇ φύσει, τὰ δὲ ἄλλα τούτοις ἐοικέναι καὶ εἶναι ὁμοιώματα, καὶ ἡ μέθεξις αὕτη τοῖς ἄλλοις γίγνεσθαι τῶν εἰδῶν οὐκ ἄλλη τις ἢ εἰκασθῆναι αὐτοῖς.  : οι μεν ιδέες υπάρχουν στη φύση σαν πλαίσια, τα δε άλλα μοιάζουν προς αυτές και είναι σαν ομοιώματά τους, και η μέθεξή τους με τις άλλες ιδέες έγκειται στην αφομοίωσή τους μέσα σε αυτές και τίποτα άλλο (Πλάτων, Παρμενίδης}}, 132)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις μετά και ἔχω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.