μέθεξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μέθεξῐς | αἱ | μεθέξεις |
| γενική | τῆς | μεθέξεως | τῶν | μεθέξεων |
| δοτική | τῇ | μεθέξει | ταῖς | μεθέξεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | μέθεξῐν | τὰς | μεθέξεις |
| κλητική ὦ! | μέθεξῐ | μεθέξεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεθέξει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μεθεξέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μέθεξις θηλυκό
- η ψυχική συμμετοχή, η μέθεξη
- ※ τὰ μὲν εἴδη ταῦτα ὥσπερ παραδείγματα ἑστάναι ἐν τῇ φύσει, τὰ δὲ ἄλλα τούτοις ἐοικέναι καὶ εἶναι ὁμοιώματα, καὶ ἡ μέθεξις αὕτη τοῖς ἄλλοις γίγνεσθαι τῶν εἰδῶν οὐκ ἄλλη τις ἢ εἰκασθῆναι αὐτοῖς. : οι μεν ιδέες υπάρχουν στη φύση σαν πλαίσια, τα δε άλλα μοιάζουν προς αυτές και είναι σαν ομοιώματά τους, και η μέθεξή τους με τις άλλες ιδέες έγκειται στην αφομοίωσή τους μέσα σε αυτές και τίποτα άλλο (Πλάτων, Παρμενίδης}}, 132)
Πηγές
- μέθεξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέθεξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.