εκ γενετής

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκ γενετής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκ γενετῆς  δείτε τις λέξεις ἐκ και γενετή στη γενική ενικού

Προφορά

ΔΦΑ : /ek‿ʝe.neˈtis/

Έκφραση

εκ γενετής

  • (λόγιο) από τη στιγμή της γέννησης
    τυφλός εκ γενετής

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.