σφέτερος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική      σφέτερος      σφετέρ      σφέτερον
      γενική σφετέρου σφετέρᾱς σφετέρου
      δοτική σφετέρ σφετέρ σφετέρ
    αιτιατική σφέτερον σφετέρᾱν σφέτερον
     κλητική !
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική      σφέτεροι      σφέτεραι      σφέτερ
      γενική σφετέρων σφετέρων σφετέρων
      δοτική σφετέροις σφετέραις σφετέροις
    αιτιατική σφετέρους σφετέρᾱς σφέτερ
     κλητική !
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ      σφετέρω      σφετέρ      σφετέρω
      γεν-δοτ σφετέροιν σφετέραιν σφετέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' - Παράρτημα#Αντωνυμίες

Ετυμολογία

σφέτερος < σφεῖς + -τερος

Αντωνυμία

σφέτερος, -α, -ον

  1. δικός τους (για πολλούς κτήτορες)
  2. (σπάνιο) δικός του
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 90 (89-92)
    τοῦ μὲν φρένας ἐξέλετο Ζεύς, | ὃς προλιπὼν σφέτερόν τε δόμον σφετέρους τε τοκῆας | ᾤχετο τιμήσων ἀλιτήμενον Εὐρυσθῆα, | σχέτλιος·
    Κι εκείνου τα μυαλά τα πήρε ο Δίας | κι άφησε πίσω του το σπίτι, τους γονιούς | κι έφυγε να τιμήσει τον ασεβή Ευρυσθέα, | ο δόλιος.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
     συνώνυμα: ἑός, ὅς
      5ος αιώνας πκε Πίνδαρος, Ολυμπιόνικοι, 13, 60-62
    Ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα τρόμεον Δαναοί. Τοῖσι μέν ἐξεύχετ’ ἐν ἄστεϊ Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχάν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον
    λείπει η μετάφραση
  3. (σπάνιο) δικός μου
  4. (σπάνιο) δικός μας
  5. (σπάνιο) δικός σου
  6. (σπάνιο) δικός σας

Κτητικές αντωνυμίες

Για έναν κτήτορα

Για πολλούς κτήτορες

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.