ἐμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική      ἐμός      ἐμή      ἐμόν
      γενική ἐμοῦ ἐμῆς ἐμοῦ
      δοτική ἐμ ἐμ ἐμ
    αιτιατική ἐμόν ἐμήν ἐμόν
     κλητική !
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική      ἐμοί      ἐμαί      ἐμᾰ́
      γενική ἐμῶν ἐμῶν ἐμῶν
      δοτική ἐμοῖς ἐμαῖς ἐμοῖς
    αιτιατική ἐμούς ἐμᾱ́ς ἐμᾰ́
     κλητική !
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ      ἐμώ      ἐμᾱ́      ἐμώ
      γεν-δοτ ἐμοῖν ἐμαῖν ἐμοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' - Παράρτημα#Αντωνυμίες

Ετυμολογία

ἐμός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁me-

Αντωνυμία

ἐμός, -ή, -όν

  • (κτητική αντωνυμία) α΄προσώπου για έναν κτήτορα: ο δικός μου, η δική μου, το δικό μου

Κτητικές αντωνυμίες

Για έναν κτήτορα

Για πολλούς κτήτορες

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.