ἐργατικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐργατικός | ἡ | ἐργατική | τὸ | ἐργατικόν |
| γενική | τοῦ | ἐργατικοῦ | τῆς | ἐργατικῆς | τοῦ | ἐργατικοῦ |
| δοτική | τῷ | ἐργατικῷ | τῇ | ἐργατικῇ | τῷ | ἐργατικῷ |
| αιτιατική | τὸν | ἐργατικόν | τὴν | ἐργατικήν | τὸ | ἐργατικόν |
| κλητική ὦ! | ἐργατικέ | ἐργατική | ἐργατικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐργατικοί | αἱ | ἐργατικαί | τὰ | ἐργατικᾰ́ |
| γενική | τῶν | ἐργατικῶν | τῶν | ἐργατικῶν | τῶν | ἐργατικῶν |
| δοτική | τοῖς | ἐργατικοῖς | ταῖς | ἐργατικαῖς | τοῖς | ἐργατικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ἐργατικούς | τὰς | ἐργατικᾱ́ς | τὰ | ἐργατικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ἐργατικοί | ἐργατικαί | ἐργατικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐργατικώ | τὼ | ἐργατικᾱ́ | τὼ | ἐργατικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐργατικοῖν | τοῖν | ἐργατικαῖν | τοῖν | ἐργατικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐργατικός < ἐργάζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.