ἀργῶ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀργῶ < ἀργέω

Ρηματικός τύπος

ἀργῶ

  1. (για πράγματα) μένω ακίνητος
  2. (παθητική φωνή) δεν εκτελούμαι
  3. (για το χώμα) μένω ακαλλιέργητος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.