ἐξεργάζομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἐξεργάζομαι
- καταφέρνω και εξασφαλίζω από εργασία
- τελειοποιώ
- καταστρέφω, επεξεργάζομαι κάτι κακό
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 1168 (1168-1169)
- τὸ λοίσθιον δέ, πῆμα πήματος πλέον, | ἐξειργάσαντο δείν᾽·
- Το τελευταίο κακούργημα, το φριχτότερο απ᾽ όλα | ήταν ετούτο:
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- τὸ λοίσθιον δέ, πῆμα πήματος πλέον, | ἐξειργάσαντο δείν᾽·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 1168 (1168-1169)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.