ἐργάτης
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἐργάτης
<
ἔργον
Ουσιαστικό
ἐργάτης
αρσενικό
ο
εργάτης
(
ειδικότερα
)
ο εργάτης
γεωργός
Συγγενικά
ἐργάτις
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.