συνεργάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνεργάζομαι < αρχαία ελληνική συνεργάζομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /si.neɾˈɣa.zo.me/

Ρήμα

συνεργάζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. εργάζομαι μαζί με κάποιον
     συνώνυμα: συμπράττω, συνεργώ
  2. αναπτύσσω σχέση αμοιβαίας βοήθειας και υποστήριξης με άτομο ή σε οργανωμένο σύνολο, που έχει τους ίδιους ή όμοιους σκοπούς με εμένα
    τα κράτη πρέπει να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση της βίας
  3. συμμετέχω σε ένα συλλογικό έργο, συνήθως πνευματικό ή καλλιτεχνικό, εκτελώντας ένα μέρος από τις εργασίες
  4. προσφέρω υπηρεσίες στον εχθρό
    στην Κατοχή συνεργάστηκε με τους Γερμανούς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.