ἐργάσιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐργάσιμος < ἐργάζομαι
Επίθετο
ο, η ἐργάσιμος, το εργάσιμον και ο εργάσιμος, η εργάσιμη, το εργάσιμον
- ο επιδεκτικός εργασίας, ο χρήσιμος για εργασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.