ἐνεργάζομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐνεργάζομαι < ἐν- + ἐργάζομαι

Ρήμα

ἐνεργάζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. προκαλώ, δημιουργώ
  2. δουλεύω με μισθό

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.