ἐρετμόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἐρετμόν | τὰ | ἐρετμᾰ́ |
| γενική | τοῦ | ἐρετμοῦ | τῶν | ἐρετμῶν |
| δοτική | τῷ | ἐρετμῷ | τοῖς | ἐρετμοῖς |
| αιτιατική | τὸ | ἐρετμόν | τὰ | ἐρετμᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ἐρετμόν | ἐρετμᾰ́ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐρετμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐρετμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἐρετμόν < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἐρετμόν, -οῦ ουδέτερο ποιητικός τύπος του κώπη
- κουπί
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 271 (270-271)
- οὐ γὰρ Φαιήκεσσι μέλει βιὸς οὐδὲ φαρέτρη, | ἀλλ᾽ ἱστοὶ καὶ ἐρετμὰ νεῶν καὶ νῆες ἐῗσαι,
- Γιατί να ξέρεις, τους Φαίακες δεν τους μέλει το τόξο κι η φαρέτρα, | μόνο κατάρτια, καραβιών κουπιά, πλεούμενα που να ζυγίζονται σωστά·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οὐ γὰρ Φαιήκεσσι μέλει βιὸς οὐδὲ φαρέτρη, | ἀλλ᾽ ἱστοὶ καὶ ἐρετμὰ νεῶν καὶ νῆες ἐῗσαι,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 129 (126-130)
- σῆμα δέ τοι ἐρέω μάλ᾽ ἀριφραδές, οὐδέ σε λήσει· | ὁππότε κεν δή τοι ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης | φήῃ ἀθηρηλοιγὸν ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ, | καὶ τότε δὴ γαίῃ πήξας εὐῆρες ἐρετμόν, | ῥέξας ἱερὰ καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι,
- Και θα σου πω κι άλλο σημάδι πεντακάθαρο — μην το ξεχάσεις· | όταν στον δρόμο σου βρεθεί οδοιπόρος | να πει πως λιχνιστήρι φέρνεις στον όμορφο ώμο σου, | τότε κι εσύ μπήξε στο χώμα το καλάρμοστο κουπί, | και πρόσφερε θυσίες καλές στον μέγα Ποσειδώνα —
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- σῆμα δέ τοι ἐρέω μάλ᾽ ἀριφραδές, οὐδέ σε λήσει· | ὁππότε κεν δή τοι ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης | φήῃ ἀθηρηλοιγὸν ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ, | καὶ τότε δὴ γαίῃ πήξας εὐῆρες ἐρετμόν, | ῥέξας ἱερὰ καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 433 (432-434)
- κλειναὶ νᾶες, αἵ ποτ᾽ ἔβατε Τροίαν | τοῖς ἀμετρήτοις ἐρετμοῖς | πέμπουσαι χορεύματα Νηρήιδων,
- Καράβια ξακουσμένα που κινήσατε κάποτε για την Τροία | με πλήθος τ᾽ αμέτρητα κουπιά | και του Νηρέα οι κόρες με χορούς σάς συνοδεύαν·
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- κλειναὶ νᾶες, αἵ ποτ᾽ ἔβατε Τροίαν | τοῖς ἀμετρήτοις ἐρετμοῖς | πέμπουσαι χορεύματα Νηρήιδων,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 271 (270-271)
- (μεταφορικά) ανδρικό μόριο
- (μεταφορικά) φτερό πτηνού
Πηγές
- ἐρετμόν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρετμόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.