επισείω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επισείω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπισείω (κινώ εναντίον)[1]
Ρήμα
επισείω
- (κυριολεκτικά) κραδαίνω κάτι απειλητικά
- (λόγιο, μεταφορικά) προκαλώ φόβο λέγοντας κάτι, εκφοβίζω
Σημειώσεις
Δεν πρέπει να συγχέεται με το ρήμα «επισύρω» που έχει διαφορετική σημασία.
Αναφορές
- επισείω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.