επισείω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επισείω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπισείω (κινώ εναντίον)[1]

Ρήμα

επισείω

  1. (κυριολεκτικά) κραδαίνω κάτι απειλητικά
  2. (λόγιο, μεταφορικά) προκαλώ φόβο λέγοντας κάτι, εκφοβίζω

Σημειώσεις

Δεν πρέπει να συγχέεται με το ρήμα «επισύρω» που έχει διαφορετική σημασία.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.