ἐρετικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐρετικός | ἡ | ἐρετική | τὸ | ἐρετικόν |
| γενική | τοῦ | ἐρετικοῦ | τῆς | ἐρετικῆς | τοῦ | ἐρετικοῦ |
| δοτική | τῷ | ἐρετικῷ | τῇ | ἐρετικῇ | τῷ | ἐρετικῷ |
| αιτιατική | τὸν | ἐρετικόν | τὴν | ἐρετικήν | τὸ | ἐρετικόν |
| κλητική ὦ! | ἐρετικέ | ἐρετική | ἐρετικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐρετικοί | αἱ | ἐρετικαί | τὰ | ἐρετικᾰ́ |
| γενική | τῶν | ἐρετικῶν | τῶν | ἐρετικῶν | τῶν | ἐρετικῶν |
| δοτική | τοῖς | ἐρετικοῖς | ταῖς | ἐρετικαῖς | τοῖς | ἐρετικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ἐρετικούς | τὰς | ἐρετικᾱ́ς | τὰ | ἐρετικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ἐρετικοί | ἐρετικαί | ἐρετικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐρετικώ | τὼ | ἐρετικᾱ́ | τὼ | ἐρετικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐρετικοῖν | τοῖν | ἐρετικαῖν | τοῖν | ἐρετικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἐρετικός, -ή, -όν
- που ανήκει ή αναφέρεται στον κωπηλάτη ή στην κωπηλασία, κωπηλατικός
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Πομπήιος, 25.3 @scaife.perseus
- χρήματα δὲ λαμβάνειν ἐκ τῶν ταμιείων καὶ παρὰ τῶν τελωνῶν ὅσα βούλοιτο καὶ ναῦς διακοσίας, κύριον ὄντα πλήθους καὶ καταλόγου στρατιᾶς καὶ πληρωμάτων ἐρετικῶν.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Πομπήιος, 25.3 @scaife.perseus
- (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η τέχνη της κωπηλασίας
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 4, 707a (707a-707b) @scaife.perseus
- διὰ κυβερνητικῆς γὰρ καὶ πεντηκονταρχίας καὶ ἐρετικῆς, καὶ παντοδαπῶν καὶ οὐ πάνυ σπουδαίων ἀνθρώπων γιγνομένης, τὰς τιμὰς ἑκάστοις οὐκ ἂν δύναιτο ὀρθῶς ἀποδιδόναι τις.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 4, 707a (707a-707b) @scaife.perseus
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἐρέσσω
Πηγές
- ἐρετικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρετικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.