ἐπιούσιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐπιούσιος | ἡ | ἐπιουσίᾱ | τὸ | ἐπιούσιον |
| γενική | τοῦ | ἐπιουσίου | τῆς | ἐπιουσίᾱς | τοῦ | ἐπιουσίου |
| δοτική | τῷ | ἐπιουσίῳ | τῇ | ἐπιουσίᾳ | τῷ | ἐπιουσίῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἐπιούσιον | τὴν | ἐπιουσίᾱν | τὸ | ἐπιούσιον |
| κλητική ὦ! | ἐπιούσιε | ἐπιουσίᾱ | ἐπιούσιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐπιούσιοι | αἱ | ἐπιούσιαι | τὰ | ἐπιούσιᾰ |
| γενική | τῶν | ἐπιουσίων | τῶν | ἐπιουσίων | τῶν | ἐπιουσίων |
| δοτική | τοῖς | ἐπιουσίοις | ταῖς | ἐπιουσίαις | τοῖς | ἐπιουσίοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἐπιουσίους | τὰς | ἐπιουσίᾱς | τὰ | ἐπιούσιᾰ |
| κλητική ὦ! | ἐπιούσιοι | ἐπιούσιαι | ἐπιούσιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιουσίω | τὼ | ἐπιουσίᾱ | τὼ | ἐπιουσίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιουσίοιν | τοῖν | ἐπιουσίαιν | τοῖν | ἐπιουσίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐπιούσιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐπιοῦσα, θηλυκό, ἐπιών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἔπειμι < ἐπί + εἶμι
Πηγές
- ἐπιούσιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιούσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.