ἐπίβλημα

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐπίβλημᾰ τὰ ἐπιβλήμᾰτ
      γενική τοῦ ἐπιβλήμᾰτος τῶν ἐπιβλημᾰ́των
      δοτική τῷ ἐπιβλήμᾰτ τοῖς ἐπιβλήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἐπίβλημᾰ τὰ ἐπιβλήμᾰτ
     κλητική ! ἐπίβλημᾰ ἐπιβλήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιβλήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιβλημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐπίβλημα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐπιβάλλω. Μορφολογικά αναλύεται σε ἐπί- + βλη-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος του βάλλω[1] + -μα όπως στο βλῆμα

Ουσιαστικό

ἐπίβλημα ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • ἐπιβλήτιον (σε επιγραφή)

Συγγενικά

  • ἐπιβλήδην
  • ἐπιβληματικός
  • ἐπιβλής
  • ἐπιβλητικός & παράγωγα

 και δείτε τις λέξεις ἐπιβάλλω, ἐπί και βάλλω

Αναφορές

  1. βλήμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.