ἐντερο-
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἐντερο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐντερο-. Συγχρονικά αναλύεται σε ἔντερ(ον) + -ο-
Πρόθημα
ἐντερο- και εντερό-
- (ανατομία, ιατρική) εντερο-, πρώτο συνθετικό που αναφέρεται στα έντερα
- ἐντεροκάρδια
- ἐντερόκηλος, ἐντερόκοιλα
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἐντερο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἐντερό- στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πρόθημα
ἐντερο- και ἐντερ-
- (ανατομία, ιατρική) εντερο-, πρώτο συνθετικό που αναφέρεται στα έντερα
- ἐντεροκήλη
- ἐντερόμφαλος
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἐντερο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἐντερ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις ἐντερο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Απόγονοι
ἐντερο- (αρχαία ελληνικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.