ἐντερόκοιλα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἐντερόκοιλα < ἐντερό- + κοιλία Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ἐντερόκοιλα ουδέτερο στον πληθυντικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Συγγενικά

  • κοιλάντερα (ουδέτερο, στον πληθυντικό)
  • μεσοϋπόκοιλον
  • μονόκοιλος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.