ἐντεροκήλη

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐντεροκήλη αἱ ἐντεροκῆλαι
      γενική τῆς ἐντεροκήλης τῶν ἐντεροκηλῶν
      δοτική τῇ ἐντεροκήλ ταῖς ἐντεροκήλαις
    αιτιατική τὴν ἐντεροκήλην τὰς ἐντεροκήλᾱς
     κλητική ! ἐντεροκήλη ἐντεροκῆλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐντεροκήλ
γεν-δοτ τοῖν  ἐντεροκήλαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐντεροκήλη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐντερο- + κήλη

Ουσιαστικό

ἐντεροκήλη θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.