ἔντερο

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἔντερο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔντερον

Ουσιαστικό

ἔντερο

Εκφράσεις

  • τὰ ἔντερα τῆς γῆς (σκουληκαντέρες, γεωσκώληκες)
  •  και δείτε τη λέξη ἄντερο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.