entero-
Διαγλωσσικοί όροι
Ετυμολογία
- entero- < (άμεσο δάνειο) νεολατινική entero- < αρχαία ελληνική ἐντερο- < ἔντερον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε τη λέξη ἐντερο-
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- entero- < (λόγιο δάνειο) νεολατινική entero- < αρχαία ελληνική ἐντερο- < ἔντερον
Σύνθετα
- Αγγλικές λέξεις με πρόθημα entero- στο Βικιλεξικό
- Αγγλικές λέξεις με πρόθημα enter- στο Βικιλεξικό
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- entero- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ἐντερο- < ἔντερον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε τη λέξη ἐντερο-
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.