ἐμά

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

ἐμά

  1. (κτητική αντωνυμία) () ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ἐμός
  2. (κτητική αντωνυμία) () ονομαστική και αιτιατική δυϊκού, θηλυκού γένους του ἐμός

Κτητικές αντωνυμίες

Για έναν κτήτορα

Για πολλούς κτήτορες

Παράγωγα

  • τᾱ̓μᾰ́: (τὰ ἐμᾰ́) τα δικά μου, οι δικές μου υποθέσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.