ἐμά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
ἐμά
- (κτητική αντωνυμία) (ᾰ) ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ἐμός
- (κτητική αντωνυμία) (ᾱ) ονομαστική και αιτιατική δυϊκού, θηλυκού γένους του ἐμός
Κτητικές αντωνυμίες
Για έναν κτήτορα
- α' πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμόν (δικός μου, δική μου, δικό μου)
- β' πρόσωπο: σός, σή, σόν (δικός σου, δική σου, δικό σου)
- γ' πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑόν (δικός του, δική του, δικό του)
Για πολλούς κτήτορες
- α' πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (δικός μας, δική μας, δικό μας)
- β' πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (δικός σας, δική σας, δικό σας)
- γ' πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (δικός τους, δική τους, δικό τους)
Παράγωγα
- τᾱ̓μᾰ́: (τὰ ἐμᾰ́) τα δικά μου, οι δικές μου υποθέσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.