Ἀρτεμίσιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Ἀρτεμίσιον < Ἄρτεμις
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Ἀρτεμίσιον | ||
| γενική | τοῦ | Ἀρτεμισίου | ||
| δοτική | τῷ | Ἀρτεμισίῳ | ||
| αιτιατική | τὸ | Ἀρτεμίσιον | ||
| κλητική ὦ! | Ἀρτεμίσιον | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ἀρτεμίσιον ουδέτερο
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ/τὸ | Ἀρτεμίσιον | ||
| γενική | τῆς/τοῦ | Ἀρτεμισίου | ||
| δοτική | τῇ/τῷ | Ἀρτεμισίῳ | ||
| αιτιατική | τὴν/τὸ | Ἀρτεμίσιον | ||
| κλητική ὦ! | Ἀρτεμίσιον | |||
| Θηλυκό ή ουδέτερο. Δεν μαρτυρείται πληθυντικός. Συνήθως, στην ονομαστική, αιτιατική και κλητικού ενικού. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'Γλυκέριον' όπως «Γλυκέριον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ἀρτεμίσιον θηλυκό ή ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ἄρτεμις
- → δείτε και τη λέξη Αρτεμίσιο (νέα ελληνικά)
Αναφορές
- Ἀρτεμίσιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀρτεμίσιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.