Άρτεμις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Άρτεμις < αρχαία ελληνική Ἄρτεμις

Κύριο όνομα

Άρτεμις θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) θεά του κυνηγιού, προστάτιδα των μικρών παιδιών και των ζώων. Αργότερα ταυτίστηκε με τη Σελήνη
  2. γυναικείο όνομα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.