ἄρταμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἄρταμος | οἱ | ἄρταμοι |
| γενική | τοῦ | ἀρτάμου | τῶν | ἀρτάμων |
| δοτική | τῷ | ἀρτάμῳ | τοῖς | ἀρτάμοις |
| αιτιατική | τὸν | ἄρταμον | τοὺς | ἀρτάμους |
| κλητική ὦ! | ἄρταμε | ἄρταμοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρτάμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀρτάμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἄρταμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἄρταμος, -ου αρσενικό
- (επάγγελμα) σφαγέας, χασάπης, μάγειρας
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 2, 2.4 @scaife.perseus
- καὶ ὁ ἄρταμος οἰόμενος αὐτὸν οὐδὲν ἔτι δεῖσθαι ὄψου, ᾤχετο παραφέρων πρὶν λαβεῖν αὐτὸν ἕτερον.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 2, 2.4 @scaife.perseus
- (μεταφορικά) φονιάς
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς, Ἀλεξάνδρα, 797, @scaife.perseus
- κέλωρ δὲ πατρὸς ἄρταμος κληθήσεται,
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς, Ἀλεξάνδρα, 236, @scaife.perseus
- ᾧ δὴ πιθήσας στυγνὸς ἄρταμος τέκνων,
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς, Ἀλεξάνδρα, 797, @scaife.perseus
Συγγενικά
- ἀρταμέω
- ἀρτάμησις
- διαρταμέω
Πηγές
- ἄρταμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄρταμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.