ἀνισεπίπεδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀνισεπίπεδος | τὸ | ἀνισεπίπεδον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀνισεπιπέδου | τοῦ | ἀνισεπιπέδου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀνισεπιπέδῳ | τῷ | ἀνισεπιπέδῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀνισεπίπεδον | τὸ | ἀνισεπίπεδον | ||
| κλητική ὦ! | ἀνισεπίπεδε | ἀνισεπίπεδον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀνισεπίπεδοι | τὰ | ἀνισεπίπεδᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀνισεπιπέδων | τῶν | ἀνισεπιπέδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀνισεπιπέδοις | τοῖς | ἀνισεπιπέδοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀνισεπιπέδους | τὰ | ἀνισεπίπεδᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀνισεπίπεδοι | ἀνισεπίπεδᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνισεπιπέδω | τὼ | ἀνισεπιπέδω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνισεπιπέδοιν | τοῖν | ἀνισεπιπέδοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀνισεπίπεδος (ελληνιστική κοινή) < ἀνισ- (αρχαία ελληνική ἄνισος) + αρχαία ελληνική ἐπίπεδος
Επίθετο
ἀνισεπίπεδος, -ος, -ον (χωρίς παραθετικά)
- (ελληνιστική κοινή) που αποτελείται από άνισα (μεταξύ τους) επίπεδα
Πηγές
- ἀνισεπίπεδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.