συνέρχομαι

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

συνέρχομαι < αρχαία ελληνική συνέρχομαι < σύν + ἔρχομαι.
(Σημασία: αναρρώνω): (σημασιολογικό δάνειο) τα γαλλικά revenir à soi

Ρήμα

συνέρχομαι (αποθετικό ρήμα), αόριστος: συνήλθα

  1. έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο τόπο με ένα κοινό σκοπό, συγκεντρώνομαι
  2. συνεδριάζω

Εκφράσεις

  • το δικαίωμα του συνέρχεσθαι: το δικαίωμα των πολιτών να συγκεντρώνονται ειρηνικά για να εκφράσουν τις απόψεις τους

Ρήμα

συνέρχομαι αόριστος: συνήλθα, συνήρθα

  1. ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου μετά από λιποθυμία
  2. αναρρώνω μετά από ασθένεια
  3. ξαναβρίσκω τη διαύγεια, την ηρεμία μου
    Σύνελθε! (= Ηρέμησε!)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.