ἀναβαθμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀναβαθμός οἱ ἀναβαθμοί
      γενική τοῦ ἀναβαθμοῦ τῶν ἀναβαθμῶν
      δοτική τῷ ἀναβαθμ τοῖς ἀναβαθμοῖς
    αιτιατική τὸν ἀναβαθμόν τοὺς ἀναβαθμούς
     κλητική ! ἀναβαθμέ ἀναβαθμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀναβαθμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀναβαθμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀναβαθμός < ἀνα- + βαθμός < (ἀναβαίνω) < βαίνω

Ουσιαστικό

ἀναβαθμός αρσενικό

  1. φορητή σκάλα
  2. αναβαθμός
  3. (ελληνιστική σημασία , χριστιανισμός μουσική) οι αναβαθμοί (συνήθως στον πληθυντικό)
    ᾠδὴ τῶν ἀναβαθμῶν

Εκφράσεις

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ἀνά και βαίνω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.